παρασκευάσει

παρασκευάσει
παρασκεύασις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
παρασκευάσεϊ , παρασκεύασις
fem dat sg (epic)
παρασκεύασις
fem dat sg (attic ionic)
παρασκευάζω
aor subj act 3rd sg (epic)
παρασκευάζω
fut ind mid 2nd sg
παρασκευάζω
fut ind act 3rd sg
παρασκευάζω
aor subj act 3rd sg (epic)
παρασκευάζω
fut ind mid 2nd sg
παρασκευάζω
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γκόμπεργκ, Μόζες — (Moses Gomberg, Ελισαβετγκράντ, Ουκρανία 1866 – Αν Άρμπορ, Μίσιγκαν 1947).Αμερικανός χημικός. Διετέλεσε καθηγητής και διευθυντής του τμήματος χημείας στο πανεπιστήμιο Aν Άρμπορ. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και έλαβε το διδακτορικό του… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • γεμιστός — ή, ό (AM γεμιστός, ή, όν, Μ και γεμωστός) ο γεμάτος, ο πλήρης νεοελλ. (για φαγητά) αυτός που τόν έχουν παρασκευάσει με γέμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. γεμιστός < γεμίζω μσν. γεμωστός < γεμώζω (βλ. γεμίζω)] …   Dictionary of Greek

  • παρασκευαστός — ή, όν, Α [παρασκευάζω] αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει …   Dictionary of Greek

  • υπεναντιότητα — η / ὑπεναντιότης, ητος, ΝΑ [ὑπεναντίος] νεοελλ. (λογ.) η σχέση μεταξύ δύο υπενάντιων κρίσεων αρχ. διαφωνία, αντιλογία («τὸν μέγιστον τάραχον ἐν ταῑς ψυχαῑς αὕτη ὑπεναντιότης παρασκευάσει», Επίκ.) …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • ανδροστερόνη — Στεροειδής γεννητική oρμόνη της κατηγορίας των ανδρογόνων. To 1931, ο Γερμανός βιοχημικός Άντολφ Μπούτεναντ πέτυχε την απομόνωσή της από τα αντρικά ούρα. Έχει μοριακό τύπο C19H20O2. O γιουγκοσλαβικής καταγωγής Ελβετός βιοχημικός Λέοπολντ Ρουζίσκα …   Dictionary of Greek

  • ανθρακινόνη — Προϊόν οξείδωσης του ανθρακενίου (αρωματικός υδρογονάνθρακας με τρεις συμπυκνωμένους δακτυλίους) με σύσταση άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Καθαρή, έχει τη μορφή κίτρινων βελονοειδών κρυστάλλων, είναι άοσμη, με σημείο τήξης 286°C και ζέσης 377°C.… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακορούνδιο — Εμπορική ονομασία του καρβιδίου του πυριτίου (SiC), ενός από τα πιο σπουδαία τεχνητά λειαντικά μέσα. Το ανακάλυψε τυχαία το 1891 o Αμερικανός Έντουαρντ Άτσισον ενώ προσπαθούσε να παρασκευάσει διαμάντι. Λαμβάνεται με θέρμανση σε ηλεκτρικό φούρνο… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”